Η ιστορία της Νέας Ιωνίας μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά το Φθινόπωρο του 1922, όταν οι Έλληνες από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν ως προσφυγικό ρεύμα στον Ελλαδικό χώρο μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αμέσως, εκτός από την κρατική μηχανή, ενεργοποιήθηκαν φορείς και φιλανθρωπικές οργανώσεις, εγχώριες και από το εξωτερικό, όμως το μέγεθος των αναγκών ήταν τόσο μεγάλο που υπερέβαινε κατά πολύ τις υπάρχουσες δυνατότητες και τα διαθέσιμα ποσά. Η πρώτη στέγαση έγινε σε σκηνές, πρόχειρες αυτοσχέδιες κατασκευές, αποθήκες, εργοστάσια, σχολεία, θέατρα και γενικώς σε κάθε διαθέσιμο δημόσιο χώρο. Σύντομα με τη δημιουργία του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων (Τ.Π.Π.) άρχισαν οι απαλλοτριώσεις και η κατασκευή καταλυμάτων, κυρίως παραπήγματα-παράγκες, για τα οποία το Τ.Π.Π. πολλές φορές διέθετε μόνο το σκελετό και την υπόλοιπη κατασκευή τελείωναν οι ένοικοι χρησιμοποιώντας διάφορα φθηνά και ευτελή υλικά όπως ξύλα, τσίγκους, πισσόχαρτα και πλίθες που έφτιαχναν μόνοι τους (από λάσπη και άχυρο ξεραμένα στον ήλιο) και στην πορεία σταθερότερα όπως πέτρα, δοκούς και κεραμίδια. Παράλληλα με την ψήφιση σχετικού νόμου, επιτάχθηκαν περίπου 8.000 κενές κατοικίες.
Οι Ποδαράδες ήταν μία μάλλον κακοτράχαλη περιοχή με άγριους θάμνους και δένδρα, βοσκότοπους, λίγα περιβόλια και αμπέλια, που την διέρρεε, ο γνωστός από την αρχαιότητα ως Περσός, χείμαρρος Ποδονίφτης και τη διέσχιζαν μερικά ρέματα που κατέληγαν σ’ αυτόν. Σε κάποια υποστατικά έμεναν λίγες δεκάδες οικογένειες Μενιδιατών και Κουκουβαουνιωτών, γεωργών και κτηνοτρόφων.
Η περιοχή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί προνομιακή σε σχέση με άλλες γιατί διέθετε ένα πολύτιμο αγαθό: άφθονο και καθαρό νερό. Πλεονέκτημα επίσης αποτελούσε η διέλευση του ατμοκίνητου τρένου, του «θηρίου», που έφθανε μέχρι την Κηφισιά.
Πλησιέστερα χωριά και συνοικισμοί ήσαν: οι Κουκουβάουνες (σημερινή Μεταμόρφωση) με 500 περίπου κατοίκους, δύο οικισμοί στο Ηράκλειο με συνολικά περίπου 350 κατοίκους και το Μαρούσι με 3.500 περίπου κατοίκους που περιελάμβανε τη Μαγκουφάνα (Άνω Πεύκη). Προς την Αθήνα ο πλησιέστερος οικισμός ήταν η Ριζούπολη με λίγους κατοίκους, αφού εκεί λειτουργούσε μονοτάξιο Δημοτικό σχολείο.
Από το 1923 μέχρι το 1925 καταφθάνει ο κύριος όγκος των διωγμένων και των ανταλλάξιμων προσφύγων, η έλευση όμως συνεχίζεται για μερικά χρόνια αφού αρκετοί, μετά την πρώτη τους εγκατάσταση σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αποφασίζουν να εγκατασταθούν οριστικά στη Νέα Ιωνία.
Οι πρόσφυγες από τη Σπάρτη Πισιδίας, γνωστοί ταπητουργοί της Μικράς Ασίας, εγκαθίστανται πρώτοι στο ιστορικό κέντρο. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε το άφθονο τρεχούμενο και υπόγειο νερό, που διέθεταν οι Ποδαράδες, απαραίτητο για τη σκοπούμενη ανάπτυξη της ταπητουργίας στην περιοχή.
Κοντά στο κέντρο εγκαθίστανται οι προερχόμενοι από τη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας και στις γύρω περιοχές οι πρόσφυγες από την Ινέπολη και Κασταμονή, τη Σαφράμπολη, την Αλάγια, την Καππαδοκία κυρίως Νεαπολίτες (από το Νεβ-Σεχίρ που σημαίνει Νεάπολη) και μικρότερες ομάδες από Ικόνιο, Πόντο (οι πιο πολλοί στην Καλογρέζα), Αττάλεια, Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές. Συνολικά υπολογίζονται σε περίπου 150 οι πόλεις, οι κωμοπόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας από όπου προήλθαν οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στους Ποδαράδες και δημιούργησαν τη νέα πόλη. Οι πιο πολυπληθείς ομάδες δίνουν την ονομασία του τόπου καταγωγής τους στις συνοικίες που καταλαμβάνουν και τις ονοματίζουν με τα ονόματα της πατρίδας τους. Ινέμπολη, Σαφράμπολη, Νεάπολη.
Ως γενέθλια ημέρα στην ιστορία της Νέας Ιωνίας λογίζεται η Κυριακή 27 Ιουνίου 1923. Στην τελετή παρευρέθηκαν ο «αρχηγός της Επανάστασης» Ν. Πλαστήρας, που μίλησε μετά τον αγιασμό στους συγκεντρωμένους πρόσφυγες, ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς, οι υπουργοί Δοξιάδης και Σιδέρης και ο Αμερικανός Χένρυ Μορκεντάου, πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και πρώην πρεσβευτής των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη. Η θεμελίωση έγινε στη σημερινή διασταύρωση της Λεωφόρου Ηρακλείου με την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η απαλλοτρίωση εκτάσεων για την εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σταδιακά και σε βάθος χρόνου. Το 1923 αγοράζεται στους Ποδαράδες, από το υπουργείο Πρόνοιας της Επαναστατικής Κυβέρνησης Πλαστήρα- Γονατά και υπέρ του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων (Τ.Π.Π.), έκταση 1.230 στρεμμάτων ιδιοκτησίας του Παναγίου Τάφου, από τα 1500 περίπου στρέμματα της όλης περιοχής και αυτή είναι η μεγαλύτερη ενιαία έκταση που απαλλοτριώνεται στη Νέα Ιωνία. Επίσης ήταν η μεγαλύτερη που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία προσφυγικού συνοικισμού και η κυβέρνηση έχοντας υπόψη της να εγκαταστήσει επειγόντως εκεί έναν μεγάλο συνοικισμό, έστειλε αμέσως εκατοντάδες εργατών και τεχνιτών για να καθαρίσουν και να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε να κτιστούν τα οικήματα για τη στέγαση των προσφύγων.
Η περιοχή αυτή σήμερα οριοθετείται από το άλσος Φιλαδέλφειας, τις οδούς (κατά προσέγγιση γιατί έχει αλλάξει η ρυμοτομία) Ταρσού, Δούκαρη, Κρήτης, Κηφισού, πάροδο προς Ηρακλείου (μέχρι το εργοστάσιο του Κιρκίνη), Λ. Ηρακλείου, Εθνικής Αντιστάσεως, Τριαντ. Αυγερινού (πρώην Αλυτρώτων Μαρτύρων), Θράκης, Μπιζανομάχων, Ην. Εθνών, Νίγδης, Ομήρου, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ομορφοκκλησιάς (Δημοτικό Στάδιο), Βυζαντίου, Πέραν, Α. Παναγούλη, Δέρκων (ρέμα Πεύκης), Πισιδίας, 28ης Οκτωβρίου, Άλσος Φιλαδέλφειας.
Στις 16 Ιανουαρίου 1924 απαλλοτριώνεται υπέρ του Τ.Π.Π. έκταση 942 στρεμμάτων στη θέση «Εύμορφη Εκκλησία». Είναι η περιοχή που περιλαμβάνει: τον άνω Περισσό, από Παλαιολόγου και μέχρι τη Λαμπρινή, τη Ριζούπολη και τη Νεάπολη από την Ομορφοκκλησιά μέχρι την Καλογρέζα. Το κομμάτι ενώνεται με το προϋπάρχον του κέντρου της Νέας Ιωνίας και σήμερα περικλείεται από τις οδούς: Δεμιρδεσίου, Μητρ. Προκοπίου, Εθνικής Αντιστάσεως, Ομορφοκκλησιάς, Νίγδης, Κορδελιού, Μαδύτου, Ιλίου, Καισαρείας, Σύλλης, Δημοσθένους και Πτολεμαίων.
Το Τ.Π.Π. ολοκλήρωσε το έργο του το 1925, έχοντας παραδώσει συνολικά περίπου 4.000 καταλύματα. Παράλληλα το Υπουργείο Πρόνοιας το 1923 και 1924 κατασκεύασε 18.300 κατοικίες.
Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) που πήρε τη σκυτάλη από το Τ.Π.Π. τελούσε υπό τη δικαιοδοσία της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.Τ.Ε.) και της Ελληνικής κυβέρνησης. Η Ε.Α.Π., εκτός των άλλων, συνέχισε το οικοδομικό έργο του Τ.Π.Π. και κατασκεύασε στην περιοχή της Αθήνας 8.026 κατοικίες από τις οποίες οι 3.864 στέγασαν πρόσφυγες στους Ποδαράδες.
Την 22α Νοεμβρίου του 1927 απαλλοτριώνεται έκταση 312 στρεμμάτων στην Καλογρέζα για την ανέγερση προσφυγικού συνοικισμού. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1928 απαλλοτριώνεται υπέρ της Ε.Α.Π. έκταση 368 στεμμάτων ιδιοκτησίας Λάμπρου Βέικου, Κύρικου (ή Κηρύκου) και αγνώστων. Είναι το κομμάτι του Περισσού που περικλείεται από τις οδούς Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, Σαλαμίνος, Μιλήτου, Ξάνθου, Σάρδεων, Θράκης, Κορδελιού, Μαδύτου (περιελάμβανε και τη δεξαμενή στου Παλαιολόγου), Μονής Πυρσού, Αγ. Αναστασίας, Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Έναν μήνα μετά απαλλοτριώνεται έκταση 43 στρεμμάτων, ακολουθούμενη των 74 στρεμμάτων που είχαν απαλλοτριωθεί τον Μάιο και ολοκληρώνεται το κομμάτι πάνω από τις γραμμές και τον σταθμό Πευκακίων, μεταξύ Εργοστασίου Κιρκίνη (όπου σήμερα τα γραφεία του ΚΚΕ) και Ποδονίφτη.
Μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή απαλλοτριώθηκαν περίπου 3.100 στρέμματα.
Η προσφυγική πολιτεία–συνοικία με μεγαλύτερη πυκνότητα στο Ιστορικό Κέντρο και γύρω από αυτό, εκτεινόταν περίπου στα όρια που καταλαμβάνουν σήμερα οι συνοικίες: Ελευθερούπολη, Σαφράμπολη, Ινέμπολη, Περισσός, και Νεάπολη. Τα υπόλοιπα τμήματα ενσωματώθηκαν αργότερα. Μετά το 1926 εγκαταστάθηκαν λίγοι πρόσφυγες στην περιοχή του Κάκκαβα και στην Αλσούπολη.
Η Καλογρέζα αποτελούσε ξεχωριστή συνοικία εξ ολοκλήρου κατοικημένη από Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι επί πολλά χρόνια ζούσαν σε πολύ χειρότερες συνθήκες από τους υπόλοιπους (σκηνές, παραπήγματα, παράγκες).
Η στέγαση των προσφύγων έγινε σε μονώροφες και διώροφες κατοικίες. Οι μικρές μονώροφες μονοκατοικίες των 27 έως 30 τ.μ., ήσαν κυρίως πλινθόκτιστες.
Νερό στους Ποδαράδες, υπήρχε, δεν υπήρχε όμως δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Το άφθονο νερό του υπεδάφους έγινε πόλος έλξης για την εγκατάσταση πολλών βιομηχανιών που, ναι μεν, έδωσαν εργασία στα φτηνά προσφυγικά εργατικά χέρια, έκαναν όμως χρήση μεγάλων ποσοτήτων νερού ενώ παράλληλα ρύπαιναν και κατέστρεφαν την καθαρότητα του υδροφόρου ορίζοντα. Αναγκαστικά λοιπόν γινόταν συμπληρωματική υδροδότηση από «νερουλάδες» αρχικά με ιππήλατες και αργότερα με αυτοκινούμενες υδροφόρες.
Τον Μάιο του 1925 κυρώθηκε η σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN (Ούλεν) και της Τράπεζας Αθηνών, για τη χρηματοδότηση και την κατασκευή έργων ύδρευσης της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων τους. Τον ίδιο χρόνο άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην περιοχή της Αθήνας, υποκαθιστώντας σταδιακά την ύδρευση από το Αδριάνειο υδραγωγείο. Υπεύθυνη για την εποπτεία των έργων ορίστηκε η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ). Το 1928 απαλλοτριώνονται σταδιακά περίπου 170 στέμματα για την κατασκευή δεξαμενής μεσαίας ζώνης που εντάσσεται στο δίκτυο ύδρευσης Αθηνών Πειραιά και περιχώρων, της ΟΥΛΕΝ.
Το ηλεκτρικό ήταν ένα αγαθό πολυτελείας. Οι τιμές του ρεύματος το 1923 ήσαν: για τα σπίτια 4,70 δρχ. ανά κιλοβατώρα, για τα καταστήματα 6,80 δρχ. και για κίνηση και βιομηχανική χρήση 3,80 δρχ.
Η περίθαλψη ήταν ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίσαν οι πρόσφυγες. Επιδημίες, όπως η φυματίωση, και η ελονοσία αλλά και ο τύφος, η λέπρα και το τράχωμα, βρίσκονταν σε έξαρση πριν από την έλευση τους και οι υποδομές για την κάλυψη των αναγκών της δημόσιας υγείας ήταν υποτυπώδεις. Βεβαίως, οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ήταν αναγκασμένοι να διαβιούν οι πρόσφυγες και η κακή διατροφή τους, ανέβαζε σε μεγαλύτερο ποσοστό τα θύματα μεταξύ του προσφυγικού πληθυσμού. Τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν υψηλά και έπλητταν ιδιαίτερα τις ευαίσθητες ηλικίες: βρέφη, παιδιά και γέροντες. Επίσης στους προσφυγικούς συνοικισμούς των αστικών κυρίως περιοχών, όπως η Νέα Ιωνία, οξύ πρόβλημα αποτελούσε η συλλογή και απομάκρυνση των οικιακών αποβλήτων, λόγω της έλλειψης οικιακών αποχωρητηρίων και της χρήσης κοινόχρηστων που κατέληγαν σε κοινούς βόθρους.
Στη Νέα Ιωνία η Ε.Α.Π. κατασκεύασε Δημόσιο Νοσοκομείο, που αργότερα ονομάστηκε «Η Αγία Όλγα».
Μετά τον επισιτισμό, τη στέγαση και τις στοιχειώδεις υποδομές, η απασχόληση ήταν το πρόβλημα που έπρεπε να βρει, όσο γινόταν, πιο μακροχρόνια λύση.
Για τις Βιομηχανικές εγκαταστάσεις στους Ποδαράδες έχει γράψει εκτενώς η κυρία Όλγα Βογιατζόγλου. Υπήρχαν αρχικά στον Περισσό, μετά στην Ελευθερούπολη αλλά και μικρότερες σε άλλες περιοχές.
Το πρώτο εργοστάσιο στην είσοδο των Ποδαράδων από την Αθήνα δίπλα στο ρέμα του Ποδονίφτη, ήταν η μεταξουργία του καταγόμενου από την Αρκαδία Νικολάου Κυρκίνη, που άρχισε να λειτουργεί το 1919. Μετά την έλευση των προσφύγων κι ανάμεσα στα έτη 1922-1924 η εταιρεία αναπτύχθηκε, επεκτάθηκε στην κλωστοϋφαντουργία και σε λειτουργικές εγκαταστάσεις, που κάλυπταν και τις ανάγκες του εργοστασίου της εταιρίας στα Πατήσια.
Η εταιρεία επεκτάθηκε με το εργοστάσιο Βαμβακουργίας στα Πευκάκια. Ανάμεσα στα εργοστάσια της Βαμβακουργίας και της Ηλεκτροβιομηχανικής, ο Κυρκίνης έχτισε συγκρότημα εργατικών κατοικιών για να προσελκύσει το απαραίτητο εργατικό δυναμικό που ήταν απαραίτητο για την κάλυψη των αναγκών των εργοστασίων του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 η Νέα Ιωνία διαθέτει 28 ταπητουργεία, με 800 ιστούς περίπου και 1.000 εργάτες, χωρίς να υπολογίζονται αυτοί που δουλεύουν στα «φασόν».
Καθοριστικό ρόλο γενικώς για την βιομηχανική ανάπτυξη αποτέλεσε η εγκατάσταση στην περιοχή των μικρασιατών προσφύγων, που κατείχαν τεχνογνωσία στη μεταξουργία, βαμβακουργία και ειδικότερα στην ταπητουργία, αυτών από τη Σπάρτη της Πισιδίας, γνωστό ταπητουργικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Η ταπητουργία ήταν κλάδος ουσιαστικά άγνωστος στην Ελλάδα πριν από τον ερχομό των προσφύγων. Κυριότερος αγοραστής αυτής της παραγωγής ήσαν οι Η.Π.Α. Το πλεονέκτημα όμως αυτό μετατράπηκε σε μειονέκτημα, λόγω της οικονομικής κρίσης του 1929 και του οικονομικού κραχ. Παρ’ όλα αυτά, η βιομηχανική ζώνη της Ελευθερούπολης θα επιδείξει μεγάλη προσαρμοστικότητα και θα επιβιώσει, κάνοντας στροφή στη βαμβακουργία. Άνθησε όμως και ένας άλλος κλάδος, αυτός της κλωστοϋφαντουργίας.
Το 1932, μετά από το θάνατο του Ν. Κυρκίνη, ιδρύεται από συνεργάτες του το εργοστάσιο της ΕΒΥΠ. Το 1935 αγοράζει την εταιρία ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης και ξεκινάει μια νέα περίοδος ανάπτυξης.
Η βιομηχανική ανάπτυξη στη ζώνη της Ελευθερούπολης είναι αποκλειστικά προσφυγικό δημιούργημα. Το σύνολο των βιομηχανικών οικοπέδων που παραχώρησε η ΕΑΠ σε ενδιαφερόμενους σε όλους τους προσφυγικούς συνοικισμούς ήταν 40 και από αυτά, τα 24 βρίσκονταν στη Νέα Ιωνία. Σε αυτά εγκαταστάθηκαν και λειτούργησαν τα εργοστάσια: «Μουταλάσκη» των Τσαλίκογλου – Σινιόσογλου, Εριουργία «3 ΑΛΦΑ» των Εφραίμογλου – Στύλογλου, «Ιωνική Υφαντουργία», «Ελληνίδα», Υφαντουργία και Ταπητουργία Μποσταντζόγλου, Υφαντουργία Σινάνογλου και οι Ταπητουργίες: Δουρμούσογλου, Πεσματζόγλου, Κοκκώνη, Τοζάκογλου και Σπάρταλη. Παράλληλα λειτούργησαν και μικρότερες υφαντουργικές μονάδες, βιοτεχνίες, οικοτεχνία, εργαστήρια, μηχανουργεία και ασφαλώς καταστήματα εμπορίας σχετικών ειδών.
Η ΕΑΠ απαλλοτρίωσε μεγάλες εκτάσεις σε Αθήνα και Πειραιά, που μετά τις πρόσφερε δωρεάν σχεδόν (1 δρχ./τ.μ.) σε Μικρασιάτες επιχειρηματίες για να ιδρύσουν εργοστάσια, κυρίως κλωστοϋφαντουργίας, εριουργίας και ταπητουργίας. Η ιδέα πίσω από αυτή την κίνηση ήταν να δοθούν τα απαραίτητα εφόδια στους πρόσφυγες ώστε να εκμεταλλευτούν τις ξεχωριστές ικανότητές τους, δηλαδή την τεχνογνωσία τους, τη διασύνδεση με τις αγορές του εξωτερικού που διατηρούσαν, την εμπορική πίστη που διέθεταν ακόμα κ.λπ. Από τα 40 αυτά οικόπεδα που απαλλοτρίωσε η ΕΑΠ, τα 25 διατέθηκαν στη Νέα Ιωνία. Η Νέα Ιωνία ονομάστηκε το «Μάντσεστερ της Ελλάδας» .
Το μικρό καταγραμμένο ποσοστό απασχόλησης των ανδρών στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, επιβεβαιώνει τη μεγάλη απασχόληση των γυναικών στους τομείς αυτούς.
Εκτός βεβαίως από την ταπητουργία και την υφαντουργία οι πρόσφυγες δραστηριοποιήθηκαν ή απασχολήθηκαν και σε άλλους τομείς.
Από τα πρώτα χρόνια λειτούργησαν εμπορικά καταστήματα, κέντρα διασκέδασης και χώροι θεαμάτων, εργαστήρια, μηχανουργεία κ.λ.π. Παράλληλα κτίστηκαν ναοί και σχολεία, ιδρύθηκαν πολιτιστικοί σύλλογοι και αθλητικά σωματεία.
Τα πρώτα «οργανωμένα» τμήματα μαθητών άρχισαν να λειτουργούν το 1923 στην ύπαιθρο, κάτω από δέντρα και με τους μαθητές να κάθονται σε πρόχειρους πάγκους και λιθάρια.
Από το 1924 λειτουργεί το 1ο εξατάξιο δημοτικό σχολείο στεγασμένο κοντά στο ναό των Αγίων Αναργύρων. Το Μάρτιο του 1925 ιδρύονται 2 τετρατάξια δημοτικά σχολεία, ένα αρρένων και ένα θηλέων.
Τον Ιούλιο του 1927 τα λειτουργούντα σχολεία των Άνω Ποδαράδων μετονομάζονται σε σχολεία Σαφραμπόλεως διακρινόμενα σε: εξατάξιο δημοτικό αρρένων, τριτάξιο δημοτικό θηλέων και τριτάξιο Νηπιαγωγείο.
Τον Ιούλιο του 1928 παραχωρείται έκταση τεσσάρων περίπου στρεμμάτων που ανήκει στη Ε.Α.Π. για το χώρο του Δημοτικού Σχολείου Ελευθερούπολης όπου σήμερα το 4ο Δημοτικό Ν. Ιωνίας.
Τον Οκτώβριο του 1930 το 3ο Δημοτικό σχολείο Ν. Ιωνίας που είναι εξατάξιο, διαιρείται σε 2 τριτάξια. Το ένα παραμένει στην ίδια έδρα και το άλλο εγκαθίσταται στον Περισσό.
Στην απογραφή του 1928 η Νέα Ιωνία έχει 16.382 χιλιάδες κατοίκους και η Καλογρέζα 2.247. Το 1934 ο πληθυσμός έχει φτάσει τις 23.500 περίπου.
Το Μάιο του 1933 για πρώτη φορά αναγνωρίζονται συνοικισμοί της Αττικής ως χωριστοί δήμοι και κοινότητες, μεταξύ δε αυτών η Νέα Ιωνία ως δήμος και η Καλογρέζα, οι Κουκουβάουνες, η Ν. Φιλαδέλφεια και η Ριζόπολη ως κοινότητες. Το 1934 η Νέα Ιωνία αυτονομείται από τον Δήμο Αθηναίων.
Την Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 1934 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες δημοτικές εκλογές στη Νέα Ιωνία. Δικαίωμα ψήφου είχαν 4.000 περίπου εκλογείς. Μεταξύ αυτών μόνο 300 γυναίκες. Οι δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934 ήσαν οι πρώτες που στις κάλπες μπορούσαν να προσέλθουν και οι γυναίκες. Οι συγκεντρώσεις γίνονται στους κινηματογράφους «Αστέρας» και «Κρόνος», σε καφενεία που έχουν μεταβληθεί για την περίσταση σε εκλογικά κέντρα και φυσικά σε σπίτια. Ο χειμωνιάτικος καιρός δεν επιτρέπει υπαίθριες συγκεντρώσεις, δεν λείπουν όμως οι πορείες των υποψηφίων στους κεντρικούς δρόμους.
Τα εκλογικά τμήματα ήσαν 5. Οι εκλογείς της ενορίας Αγ. Αναργύρων ψήφιζαν στο 1ο εκλογικό τμήμα στο Ημιγυμνάσιο, στο 2ο στους Αγίους Αναργύρους και στο 3ο στο δημοτικό σχολείο της Ελευθερούπολης (όπου σήμερα το 4ο Δημοτικό). Στον ίδιο χώρο ήταν και το 4ο εκλογικό τμήμα όπου ψήφιζαν οι εκλογείς των ενοριών Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Αγ. Γεωργίου. Στο 5ο εκλογικό τμήμα, στο δημοτικό σχολείο της Σαφράμπολης, ψήφιζαν οι εκλογείς των ενοριών Αγ. Στεφάνου και Αγ. Αναστασίας.
Υποψήφιοι δήμαρχοι ήσαν αρκετοί αλλά με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας οι: Γεώργιος Φελέκης (Φιλελεύθερος) και Κυριάκος Κιοφτερτζής (Λαϊκός). Οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι, όλων των συνδυασμών ήσαν περίπου 150.
Η πρώτη Κυριακή δεν ανέδειξε νικητή με απόλυτη πλειοψηφία. Κατά την επαναληπτική εκλογή η παράταξη του Γ. Φελέκη εξέλεξε 9 από τα 18 μέλη του Δ. Σ. και οι αντιπολιτευόμενοι ήσαν επίσης 9.
Πρώτος δήμαρχος της πόλης εκλέχτηκε ο Γιώργος Φελέκης. Στις 13 Απριλίου 1934 συνήλθε, για πρώτη φορά στη Νέα Ιωνία, το εκλεγμένο Δημοτικό Συμβούλιο.
Το Φθινόπωρο του ’34 γίνεται απογραφή στον Δήμο. Ο δήμαρχος ανακοινώνει ότι οι μέχρι τώρα απογραφέντες έχουν υπερβεί τις 20.000 αλλά: «… δια της συνεχιζομένης βαθμιαίας εγγραφής των μη εγγραφέντων είτε λόγω απουσίας είτε λόγω απροθυμίας, όπως συμβαίνει εις τας εκάστοτε απογραφάς , ο συνολικός πληθυσμός της Νέας Ιωνίας θέλει υπερβή τας είκοσι πέντε χιλιάδας (25.000)».
Από αυτούς, στο ιστορικό κέντρο διαμένουν 14.500, στην Ελευθερούπολη 2.500, στην Ινέπολη 1.500, στον Περισσό 2.500, στη Σαφράμπολη 3.000, με το 90% του συνολικού πληθυσμού να αποτελείται από πρόσφυγες. Λίγα χρόνια μετά προστίθεται στα όρια του δήμου και η Καλογρέζα.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 υπολογίζεται ότι λειτουργούσαν περίπου 500 εργοστάσια, βιοτεχνίες και οικοτεχνίες στην περιοχή με 7.000 εργατικό προσωπικό. Η Νέα Ιωνία είναι μια βιομηχανική εργατούπολη.
Η φυσιογνωμία της πόλης με τον καιρό αλλάζει. Η συγκέντρωση πολλών εσωτερικών μεταναστών αλλοιώνει τον προσφυγικό χαρακτήρα, ενώ με την εμφάνιση του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου στην πόλη το 1956 και τη δημιουργία τριών σταθμών: Περισσού, Πευκακίων και Νέας Ιωνία, η τοπική αγορά αναπτύσσεται και σταδιακά παίρνει υπερτοπικά χαρακτηριστικά.
Το 1971, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλαδος), στον πρωτογενή τομέα απασχολείται το 10,21% του πληθυσμού της πόλης, το 62,22% απασχολείται στον δευτερογενή τομέα και το 35,50% στον τριτογενή.
Στον τομέα της στέγασης η αντιπαροχή εκτοπίζει τις προσφυγικές κατοικίες (ελάχιστες σώζονται) χάριν των πολυκατοικιών.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Τις δεκαετίες του ’70 και ’80 έρχεται η αποβιομηχανοποίηση και η στροφή προς τις υπηρεσίες. Είναι η δεύτερη μεταμόρφωση της πόλης που ξεκίνησε ως προσφυγικός καταυλισμός, εξελίχθηκε σε βιομηχανική εργατούπολη και κατέληξε εμπορικό κέντρο.
Η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητά της είναι αξιοθαύμαστη σε όλα στα στάδια της ζωής της. Τρανό παράδειγμα η αγορά της, που αντέχει ακόμα, έπειτα από τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης, τη στιγμή που πολλές άλλες εμπορικές περιοχές του λεκανοπεδίου δεν άντεξαν.
Έρευνα και επιμέλεια κειμένου
Μάκης Λυκούδης
Φωτογραφικό υλικό από την έκθεση «Η Αττική υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22: Νέα Ιωνία»